άκορος

άκορος
Φυτό ποώδες, πολυετές, φαρμακευτικό, της οικογένειας των αρωιδών (μονοκοτυλήδονα), ύψους 0,50-1 μ., με υπόγειο ρίζωμα, χοντρό, σαρκώδες και αρωματικό, και φύλλα επιμήκη και μυτερά. Το στέλεχος είναι όρθιο, σε τμήμα τριγωνικό και φέρει στα πλάγια, στην κορυφή, σπάθη πράσινη, παρόμοια με φύλλο. Στη βάση της σπάθης είναι σφηνωμένη η ανθοταξία, που αποτελείται από έναν κυλινδρικό πλάγιο σπάδικα, μήκους 4-7 εκ., σχηματισμένο από πολύ μικρά, κιτρινωπά άνθη, τα οποία είναι σφιχτά ενωμένα μεταξύ τους. Ο ά. φύεται στα υγρά δάση και κοντά σε τέλματα. Το ρίζωμά του χρησιμοποιείται κατά της δυσπεψίας. Περιέχει αρωματικό αιθέριο έλαιο, πλούσιο σε ακορίνη και πικρές ουσίες. Το άρωμά του και η πικάντικη γεύση του θυμίζουν την κανέλα. Η επιστημονική του ονομασία είναι α. ο κάλαμος. To φυτό άκορος χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική και την αρωματοποιία.
* * *
ἄκορος, -ον (Α)
ο αδιάκοπος
«ἄκορος εἰρεσία» (Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κόρος < κορέννυμι.
ΠΑΡ. ἀκορία (Ι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἄκορος — untiring masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόρως — ἄκορος untiring adverbial ἄκορος untiring masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Аир (растение) — Аир Цветущий Аир обыкновенный На …   Википедия

  • ἄκορον — yellow flag neut nom/voc/acc sg ἄκορος untiring masc/fem acc sg ἄκορος untiring neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • аир — ир – болотное растение Acorus calamus , укр. аэр, аiр, блр. яер. Заимств. через тур. agir – тоже из греч. ἄκορος – то же; см. Фасмер, Гр. сл. эт. 26 и сл.; Г. Майер, Türk. Stud. I, 29; Mi. TEl., Доп. 1, 34; EW 2 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • ácoro — ► sustantivo masculino BOTÁNICA Planta de estanques, mares o riberas, de hojas en forma de cinta, cuyo rizoma se utiliza en perfumería. (Acorus calamus.) * * * ácoro (del lat. «acŏros», del gr. «ákoros»; Acorus calamus) m. *Planta arácea de hojas …   Enciclopedia Universal

  • ακορία — (I) η (Α ἀκορία) νεοελλ. Ιατρ. έλλειψη κορεσμού, από παθολογική αύξηση τής όρεξης αρχ. 1. το να μην τρώει κανείς μέχρι κορεσμού, εγκράτεια στο φαγητό 2. ανικανοποίητη, υπερβολική επιθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκορος η λ. πέρασε και στην ξεν. ιατρική… …   Dictionary of Greek

  • αροΐδες — (αraceae). Οικογένεια πολυετών φυτών. Σε αυτήν ανήκουν ποώδη φυτά, θαμνώδη και αναρριχώμενα, μικρά δενδρύλλια ή επίφυτα. Τα περισσότερα είδη των α. βρίσκονται στις τροπικές περιοχές, πολύ λίγα στις εύκρατες και κανένα στις αρκτικές. Τα φύλλα τους …   Dictionary of Greek

  • ἀκόρου — ἄκορον yellow flag neut gen sg ἄκορος untiring masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόρῳ — ἄκορον yellow flag neut dat sg ἄκορος untiring masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”